- κλινοχαρής
- κλινοχαρής, -ές (Α)αυτός που ευχαριστείται με την κλίνη, με το να είναι συνεχώς ξαπλωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, πολεμο-χαρής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλινοχαρής — fond of bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)